- ἀναθήμασι
- ἀνάθημαthat which is set upneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
брачина — БРАЧИН|А (4*), Ы с. Драгоценная ткань: Съсоудъ златъ. ли сребрьнъ осв҃щенъ бывъшь. ли понѩвоу. ли брачиноу. к томоу никто же на свою потребоу да не освоить. (ὀϑόνην) КЕ XII, 19а; раби его прѣди текоуще мнози. въ брачинѣ. и въ гривьнахъ златыхъ. а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
περικρεμής — ές, Α [περικρεμάννυμι] 1. αναρτημένος γύρω από κάτι 2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek